εισοίκησις

εισοίκησις
εἰσοίκησις, η (Α)
τόπος για οίκηση, κατοικία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εἰσοίκησις — place for dwelling in fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσοικήσει — εἰσοίκησις place for dwelling in fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσοικήσεϊ , εἰσοίκησις place for dwelling in fem dat sg (epic) εἰσοίκησις place for dwelling in fem dat sg (attic ionic) εἰσοικέω settle in aor subj act 3rd sg (epic) εἰσοικέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσοίκησιν — εἰσοίκησις place for dwelling in fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άοικος — η, ο (AM ἄοικος, ον) 1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια μσν. νεοελλ. ο ακατοίκητος νεοελλ. άφαντος («έγινε άοικος» εξαφανίστηκε) αρχ. ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”